-
1 ἐπι-δρομή
ἐπι-δρομή, ἡ, der Anlauf, Angriff, τῷ τειχίσματι, auf die Befestigung, Thuc. 4, 23 u. öfter; bes. von einem plötzlichen Angriff. wie auch Her. 1, 6 ἁρπαγὴ ἐξ ἐπιδρομῆς, eine Plünderung auf einem Streifzuge, der Unterwerfung des Landes entgegengesetzt ist; so auch Pol. u. Plut. δέχεσϑαι τὴν τῶν πολεμίων ἐπιδρομήν Caes. 44; σημαίνων ἐπιδρομήν, das Zeichen zum Angriff geben, Camill. 34; – ἐξ ἐπιδρομῆς, adverbial, durch Ueberfall, unerwartet, τὰς αἱρέσεις ποιεῖσϑαι Plat. Rep. X, 619 b; μηδὲν ἐξ ἐπ. παϑεῖν Dem. 21, 138; auch λέγειν, aus dem Stegreif, Plut. Anton. 80. – Bei Eur. Hel. 404, Λιβύης ἐρήμους ἀξένους τ' ἐπιδρομὰς πέπλευκα, heißt es Zugänge, Gestade.
-
2 ἐπιδρομή
ἐπι-δρομή, ἡ, der Anlauf, Angriff, τῷ τειχίσματι, auf die Befestigung; bes. von einem plötzlichen Angriff; ἁρπαγὴ ἐξ ἐπιδρομῆς, eine Plünderung auf einem Streifzuge, der Unterwerfung des Landes entgegengesetzt ist; σημαίνων ἐπιδρομήν, das Zeichen zum Angriff geben; ἐξ ἐπιδρομῆς, adverbial, durch Überfall, unerwartet; λέγειν, aus dem Stegreif; Λιβύης ἐρήμους ἀξένους τ' ἐπιδρομὰς πέπλευκα, Zugänge, Gestade
См. также в других словарях:
ἐπιδρομῆς — ἐπιδρομέω pres ind act 2nd sg (doric) ἐπιδρομή running over fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
наитиѥ — НАИТИ|Ѥ (9*), ˫А с. 1. Приход, появление: оставивъ цр҃квьны˫а сѹди наитьѥ сътвори (ἔφоδоν) КЕ XII, 162а; ни мирьска˫а чади наитi˫а паче женьскаго вида... да не бѹдѹть в манастыри. КН 1280, 509а; то же КВ к. XIV, 285в. 2. Нашествие, нападение: не… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
нашьствиѥ — НАШЬСТВИ|Ѥ (32), ˫А с. 1.Появление, приход: и бываѥть ти чьсти величьство. нашествиѥ томлени˫а болша. (ἐφόδιον!) ПНЧ 1296, 155 об.; по семь бы(с) громныи гла(с) и облакъ нашьствиѥ. Пр 1383, 142а; въ ѹтробѣ д҃вчи поносисѧ на очище(н)е д҃ши и тѣлу … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
Ακάθιστος Ύμνος — Ύμνος της Ορθόδοξης Εκκλησίας που ψάλλεται σε ιδιαίτερη ακολουθία (την Ακάθιστο) κατά τη Μεγάλη Τεσσαρακοστή. Ο ύμνος αυτός είναι από τα έμμετρα λυρικά χριστιανικά εγκώμια που αποτελούνται από ένα προοιμιακό τροπάριο και από μια σειρά στροφών, με … Dictionary of Greek
αεράμυνα — Η οργάνωση των πολεμικών μέσων και των πολιτών μιας χώρας, με αντικειμενικό σκοπό την εξουδετέρωση της εχθρικής απειλής που εκδηλώνεται από τον αέρα. Η α. είναι ενεργή και παθητική. Την ενεργή συγκροτούν τα αεροπλάνα αναχαίτισης των εχθρικών, τα… … Dictionary of Greek
ακρόπολη — Οχυρή θέση, συνήθως ύψωμα (λόφος), που στην Ελλάδα και την ηπειρωτική και τα νησιά αλλά και στη δυτική Μικρά Ασία, στην Κάτω Ιταλία και στη Σικελία, από τους πανάρχαιους χρόνους, το χρησιμοποιούσαν οι άνθρωποι των γύρω συνοικισμών ως καταφύγιο σε … Dictionary of Greek
επιδρομή — η (AM ἐπιδρομή) 1. αιφνιδιαστική και γρήγορη επίθεση ή εισβολή («οι επιδρομές τών βαρβάρων») 2. αιφνιδιαστική και βίαιη μετακίνηση ή εμφάνιση («επιδρομή ακρίδων», «κυμάτων ἐπιδρομή)» αρχ. 1. κίνηση προς τα εμπρός 2. σύντομη, βιαστική μελέτη ή… … Dictionary of Greek
εφορμή — ἐφορμή, ἡ (Α) 1. δρόμος, τόπος επιδρομής, είσοδος για να εφορμήσει κάποιος 2. προσβολή, επίθεση 3. επιχείρηση. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητικός σχηματισμός από το εφορμώ*] … Dictionary of Greek
λεοντάρι — I Ονομασία τεσσάρων οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 540 μ., 289 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μεγαλοπόλεως του νομού Αρκαδίας. Βρίσκεται στο νοτιοδυτικό άκρο του νομού, 43 χλμ. ΝΔ της Τρίπολης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Φαλαισίας. Η περιοχή… … Dictionary of Greek
συναγερμός — ο, ΝΑ, και συναγυρμός Α [συναγείρω] συνάθροιση, σύναξη («ἐγένετο παλλαϊκὸς συναγερμός», Δαμάσκ. Αρχ.) νεοελλ. 1. η σε έκτακτες περιστάσεις αιφνίδια πρόσκληση και συγκέντρωση πλήθους 2. προειδοποιητικό σήμα για κίνδυνο 3.στρ. η κατά το δυνατόν… … Dictionary of Greek
συρία — Κράτος της Μέσης Ανατολής. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με το Λίβανο, στα Ν με την Ιορδανία και στα Α με το Ιράκ. Βρέχεται στα Δ από τη Μεσόγειο.H Συρία, το όνομα της οποίας προέρχεται από την αρχαία Aσσυρία, που για τους Έλληνες… … Dictionary of Greek