Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

ἐξ ἐπιδρομῆς

См. также в других словарях:

  • ἐπιδρομῆς — ἐπιδρομέω pres ind act 2nd sg (doric) ἐπιδρομή running over fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • наитиѥ — НАИТИ|Ѥ (9*), ˫А с. 1. Приход, появление: оставивъ цр҃квьны˫а сѹди наитьѥ сътвори (ἔφоδоν) КЕ XII, 162а; ни мирьска˫а чади наитi˫а паче женьскаго вида... да не бѹдѹть в манастыри. КН 1280, 509а; то же КВ к. XIV, 285в. 2. Нашествие, нападение: не… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • нашьствиѥ — НАШЬСТВИ|Ѥ (32), ˫А с. 1.Появление, приход: и бываѥть ти чьсти величьство. нашествиѥ томлени˫а болша. (ἐφόδιον!) ПНЧ 1296, 155 об.; по семь бы(с) громныи гла(с) и облакъ нашьствиѥ. Пр 1383, 142а; въ ѹтробѣ д҃вчи поносисѧ на очище(н)е д҃ши и тѣлу …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • Ακάθιστος Ύμνος — Ύμνος της Ορθόδοξης Εκκλησίας που ψάλλεται σε ιδιαίτερη ακολουθία (την Ακάθιστο) κατά τη Μεγάλη Τεσσαρακοστή. Ο ύμνος αυτός είναι από τα έμμετρα λυρικά χριστιανικά εγκώμια που αποτελούνται από ένα προοιμιακό τροπάριο και από μια σειρά στροφών, με …   Dictionary of Greek

  • αεράμυνα — Η οργάνωση των πολεμικών μέσων και των πολιτών μιας χώρας, με αντικειμενικό σκοπό την εξουδετέρωση της εχθρικής απειλής που εκδηλώνεται από τον αέρα. Η α. είναι ενεργή και παθητική. Την ενεργή συγκροτούν τα αεροπλάνα αναχαίτισης των εχθρικών, τα… …   Dictionary of Greek

  • ακρόπολη — Οχυρή θέση, συνήθως ύψωμα (λόφος), που στην Ελλάδα και την ηπειρωτική και τα νησιά αλλά και στη δυτική Μικρά Ασία, στην Κάτω Ιταλία και στη Σικελία, από τους πανάρχαιους χρόνους, το χρησιμοποιούσαν οι άνθρωποι των γύρω συνοικισμών ως καταφύγιο σε …   Dictionary of Greek

  • επιδρομή — η (AM ἐπιδρομή) 1. αιφνιδιαστική και γρήγορη επίθεση ή εισβολή («οι επιδρομές τών βαρβάρων») 2. αιφνιδιαστική και βίαιη μετακίνηση ή εμφάνιση («επιδρομή ακρίδων», «κυμάτων ἐπιδρομή)» αρχ. 1. κίνηση προς τα εμπρός 2. σύντομη, βιαστική μελέτη ή… …   Dictionary of Greek

  • εφορμή — ἐφορμή, ἡ (Α) 1. δρόμος, τόπος επιδρομής, είσοδος για να εφορμήσει κάποιος 2. προσβολή, επίθεση 3. επιχείρηση. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητικός σχηματισμός από το εφορμώ*] …   Dictionary of Greek

  • λεοντάρι — I Ονομασία τεσσάρων οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 540 μ., 289 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μεγαλοπόλεως του νομού Αρκαδίας. Βρίσκεται στο νοτιοδυτικό άκρο του νομού, 43 χλμ. ΝΔ της Τρίπολης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Φαλαισίας. Η περιοχή… …   Dictionary of Greek

  • συναγερμός — ο, ΝΑ, και συναγυρμός Α [συναγείρω] συνάθροιση, σύναξη («ἐγένετο παλλαϊκὸς συναγερμός», Δαμάσκ. Αρχ.) νεοελλ. 1. η σε έκτακτες περιστάσεις αιφνίδια πρόσκληση και συγκέντρωση πλήθους 2. προειδοποιητικό σήμα για κίνδυνο 3.στρ. η κατά το δυνατόν… …   Dictionary of Greek

  • συρία — Κράτος της Μέσης Ανατολής. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με το Λίβανο, στα Ν με την Ιορδανία και στα Α με το Ιράκ. Βρέχεται στα Δ από τη Μεσόγειο.H Συρία, το όνομα της οποίας προέρχεται από την αρχαία Aσσυρία, που για τους Έλληνες… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»